αβούτηχτος

αβούτηχτος
-η, -ο
1. αυτός που δε βουτήχτηκε στο νερό: Όταν κολυμπούσε, άφηνε το κεφάλι αβούτηχτο.
2. αυτός που δεν κλάπηκε: Επωφελήθηκε απ' το συνωστισμό και δεν άφησε πορτοφόλι αβούτηχτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αβούτηκτος — και αβούτηχτος, η, ο [βουτώ] αυτός που δεν βυθίστηκε σε υγρό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”